Με αφορμή το νέο ντοκιμαντέρ Common Thread, ο σχεδιαστής Scott Morrison, ιδρυτής του 3x1, έδωσε πρόσφατα μια πολύ ενημερωτική συνέντευξη για όσα έχει μάθει μέχρι τώρα. Αρχικά, αξίζει να γνωρίζουμε ότι ο Scott Morrison έχει επηρεάσει πολύ τον τρόπο που ντυνόμαστε σήμερα και αυτό χάρη στα τζιν παντελόνια του. Ξεκίνησε στη βιομηχανία του ντένιμ υφάσματος, του τζιν δηλαδή, ιδρύοντας την εταιρεία Paper Denim & Cloth το 1999, έπειτα την Earnest Sewn το 2004 και το 2011 την 3x1. Οι μάρκες αυτές προώθησαν κυρίως αντρικά τζιν παντελόνια, με σωστή κοπή και ποιότητα.
Όλο αυτό το κληροδότημα επισκιάζεται, όμως, από το μεγάλο πρόβλημα που βασανίζει τον Scott Morrison: το τζιν ύφασμα βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Παρόλο που έχει αγαπηθεί πολύ, το τζιν είναι ένα από τα πιο βρώμικα υφάσματα που παράγονται σε μια ήδη βρώμικη βιομηχανία μόδας. Με την κατανάλωση γης και νερού, αλλά και τον τεράστιο όγκο των χημικών που χρησιμοποιούνται, στη φάση που βρίσκεται, το τζιν δεν είναι πλέον βιώσιμο, δηλαδή δεν μπορεί να διατηρηθεί. Ευτυχώς, όμως, για όλους μας, υπάρχουν κάποια αξιοσέβαστα μυαλά που δουλεύουν για να βρουν τη λύση. Στο νέο ντοκιμαντέρ Common Thread, ο Morrison κίνησε να ανακαλύψει την κατάσταση της βιομηχανίας των τζιν υφασμάτων και πώς αυτά τα δημοκρατικά ρούχα μπορούν να επιβιώσουν στον επερχόμενο περιβαλλοντικό τυφώνα. «Αυτό το έργο είναι εμπνευσμένο από το πάθος μου για το ντένιμ ύφασμα, αλλά και ως μια ανάκλαση του σημερινού κόσμου και των αλλαγών γύρω μας».
Στο πρώτο επεισόδιο, ο Morrison φτάνει στην Ιταλία, όπου ασχολείται με τους τρεις μεγάλους παίκτες της γέννησης της πολυτελούς βιομηχανίας ντένιμ: της Diesel, της Candiani και της Tonello. Παρατηρεί πώς αυτές οι βιομηχανίες που έχουν ντύσει γενιές και γενιές προσεγγίζουν μακροπρόθεσμα τη βιωσιμότητα του τζιν οικονομικά και περιβαλλοντικά και πώς αυτή η προσέγγιση έρχεται σε αντίθεση με τη φυλετική επιρροή της γρήγορης μόδας. Το ντοκιμαντέρ εξυπηρετεί και ως μια ματιά στο μέλλον του τζιν και ως ένα γράμμα αγάπης στο ρούχο με το οποίο ο Morrison έχει ζήσει δεκαετίες. Για το ντοκιμαντέρ, για τις εμπειρίες του στην Ιταλία και για το μέλλον του αντρικού και γυναικείου τζιν απάντησε σε μερικές ερωτήσεις στο περιοδικό Esquire. «Η Ιταλία ήταν μεγάλη επίδραση στις δικές μου μάρκες τζιν. Ερωτεύτηκα την Diesel από την αρχή. Ήταν μια μεγάλη έμπνευση για εμένα όταν ξεκίνησα την Paper Denim & Cloth το 1999. Και μου φάνηκε λογικό να ξεκινήσουμε το ταξίδι από την Ιταλία».
«Το ταξίδι αφορούσε σε τρία πράγματα: να μάθουμε την ιστορία του τζιν τα τελευταία 40 χρόνια και των προσώπων πίσω από τις μάρκες που μας βοήθησαν να φτάσουμε στο σήμερα. Και μέσα από αυτό, να μάθουμε πώς τα καταφέρνουν αυτές οι εταιρείες και, έπειτα, τι έχουν κάνει για να περιστρέψουν και να ανακατευθύνουν τις προσπάθειές τους για το μέλλον». Ο Morrison θεωρεί ότι αυτό που ξεχωρίζει τις ιταλικές εταιρείες από τις υπόλοιπες παραδοσιακά καπιταλιστικές είναι ότι έχουν μια μακρόχρονη αντίληψη για το μελλοντικό εναρκτήριο λάκτισμα. Όλοι οι ιδιοκτήτες έχουν ζήσει τρεις ή τέσσερις γενιές και ξέρουν ότι χάρη στα δυνατά τους σημεία οι επόμενες γενιές θα λάβουν κάτι δυναμικό και θεμελιώδες. Για να εξισορροπήσουν το πρόβλημα με τη βιωσιμότητα, «αρχικά δέχονται την αλλαγή. Ο καταναλωτής έχει την ανάγκη τους και την επιθυμία τους για κάτι που έχουν επίγνωση. Και οι εταιρείες επικεντρώνονται πλέον περισσότερο στην τεχνολογία και την καινοτομία. Για παράδειγμα, η Tonello είναι η «Φεράρι» στον εξοπλισμό βιομηχανικού πλυσίματος και επεξεργασίας ρούχων. Με αυτό εννοώ ότι φτιάχνουν αυτές τις απίθανες μηχανές και τεχνολογίες για πλύσιμο χωρίς νερό. Επίσης, ασχολούνται έντονα με τη δημιουργία λέιζερ για την επεξεργασία του τζιν τα τελευταία 12-14 χρόνια». Παράλληλα, μας εξηγεί και τις μεγαλύτερες προκλήσεις: «Η εταιρεία του τζιν είναι, γενικά, μια από τις λιγότερο καθαρές βιομηχανίες με την ποσότητα κατανάλωσης νερού. Δεν είναι μια από τις παραδοσιακές όμορφες βιομηχανίες του κόσμου. Και παρ’ όλ’ αυτά είναι από τα πιο καταναλωτικά προϊόντα του κόσμου. Οπότε όλοι το σκεφτόμασταν αυτό για αρκετό χρόνο και είχαμε πολλά διαφορετικά παραδείγματα ανθρώπων που είχαν την περιβαλλοντική επίγνωση του θέματος. Αλλά ό,τι καινούριο προέκυπτε, αποτύγχανε».
«Προωθήσαμε αρκετές πρωτοβουλίες», συνεχίζει, «αλλά ανέβαζαν το κόστος του ρούχου. Οπότε η πραγματική πρόκληση είναι εάν ο καταναλωτής προτίθεται να πληρώσει περισσότερο, που δεν έχει συμβεί αυτό ιστορικά, ή πώς και πού θα είμαστε αποτελεσματικοί, ώστε να προσφέρουμε μια βιώσιμη λύση με μικρότερο κόστος». Πράγματι, όλα έχουν να κάνουν με τον καταναλωτή. Όπως δήλωσε ο σχεδιαστής, οι άνθρωποι θέλουν έναν βιώσιμο κόσμο και ενδιαφέρονται να μειώσουν το διοξείδιο του άνθρακα σε κάποια όρια. Αν όμως αυτό το πληρώσουν 25% περισσότερο, λίγοι έχουν την οικονομική δυνατότητα να αντεπεξέλθουν για να αγοράσουν ένα γυναικείο τζιν παντελόνι ή ένα ανδρικό τζιν τζάκετ.
«Υπήρξαν εποχές που οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονταν για το οργανικό φαγητό. Δεν ενδιαφέρονταν τι έβαζαν στο σώμα τους. Και τώρα έχουμε αγορές με βιολογικά προϊόντα παντού. Τώρα μπορείς να βρεις βιολογικά προϊόντα στα σούπερ μάρκετ που δεν είναι ακριβότερα από τα μη βιολογικά». Έτσι θα γίνει σιγά-σιγά και με τα γυναικεία και αντρικά τζιν παντελόνια και ρούχα. Να είμαστε αισιόδοξοι λοιπόν για το μέλλον του τζιν; Ο Scott Morrison είναι αισιόδοξος. «Είναι δύσκολες εποχές. Όχι μόνο στη βιομηχανία του τζιν. Νομίζω ότι σε όλη τη μόδα, για όλα τα καταναλωτικά προϊόντα».
Ένα από τα πρώτα πράγματα που θα καταλάβουμε από το ντοκιμαντέρ είναι ότι η μόδα μοιάζει με αγώνα προς τα κάτω. Σε αυτό φταίει και ότι οι καταναλωτές προτιμούν να αγοράζουν κομμάτια σε εκπτώσεις, παρά με ολόκληρη την τιμή. Και η πίεση για φθηνότερα, γρηγορότερα και πιο διαθέσιμα προϊόντα μεγαλώνει.
«Από την άλλη μεριά, υπάρχουν 10 εκατομμύρια τόνοι ρούχων που δεν έχουν φορεθεί, που φτάνουν στην Αμερικάνικη γη κάθε χρόνο. Είναι γελοίο πόση σπατάλη και σκουπίδια καταλήγουν εκεί. Δεν προσπαθώ να ηγηθώ της προστασίας του περιβάλλοντος. Απλά ενδιαφέρομαι ως ιδιοκτήτης επιχείρησης, ως άνθρωπος, ως καταναλωτής: «Πώς θα μοιάζει το μέλλον;» Γιατί όλοι αντιμετωπίζουμε το ίδιο πρόβλημα.
* Της Κατερίνας Χλιάρα